- πετώ
- πέταξα, πετάχτηκα, πεταγμένος1. πέτομαι, φτερουγίζω: Πετούν οι γλάροι στο γιαλό, πετούν τα γλαροπούλια.2. κυματίζω, ανεμίζω στον αέρα: Πετάει η σημαία στην κορφή του καταρτιού.3. μτφ., φεύγω γρήγορα: Πετάει ο καιρός, φεύγει ο καιρός.4. μτβ., ρίχνω, απομακρύνω κάτι: Πέταξαν τα σκουπίδια στους δρόμους. – Τον πετάξανε από τη δουλειά.5. για δέντρα και φυτά, βλασταίνω, φυτρώνω: Η τριανταφυλλιά πέταξε μπουμπούκια. – Η κερασιά πέταξε τα πρώτα λουλούδια.6. το μέσ., πετιέμαι και πετιούμαι σηκώνομαι απότομα: Μόλις άκουσε τα βήματα του πατέρα, ο μικρός πετάχτηκε όρθιος.7. ανατινάζομαι: Όταν το τρυπάνι έφτασε στα δέκα μέτρα, το νερό πετάχτηκε με ορμή.8. παίρνω μέρος στη συζήτηση χωρίς να μου το ζητήσουν: Ενώ κόντευαν να συμφωνήσουν, πετάχτηκε ο άλλος και χάλασε τη δουλειά.9. πηγαίνω γρήγορα ή κάπου κοντά: Μια στιγμή θα πεταχτώ πιο κάτω και θα γυρίσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.